- ασυγκόμιστος
- -η, -ο (Α ἀσυγκόμιστος, -ον) [συγκομίζω]ο αμάζευτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασυγκόμιστος — η, ο αυτός που δε συγκομίστηκε, που δε συνάχτηκε: Το στάρι το είχαν ακόμη ασυγκόμιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσυγκόμιστον — ἀσυγκόμιστος not gathered in masc/fem acc sg ἀσυγκόμιστος not gathered in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμάζευτος — (και αμάζωχτος και αμάζωτος), η, ο [μαζεύω] αυτός που δεν μαζεύεται ή δεν μαζεύτηκε και ειδικά: 1. (για καρπούς, άνθη κ.λπ.) αυτός που δεν έχει συλλέγει, ο ασυγκόμιστος 2. αυτός που δεν στοιβάχθηκε, ασώρευτος, αστοίβαχτος 3. για το σπίτι κυρίως)… … Dictionary of Greek
ασύνακτος — και ασύναχτος, η, ο (AM ἀσύνακτος, ον) [συνάγω] νεοελλ. 1. (για ομάδες) ο μη συναθροισμένος ή συγκεντρωμένος 2. (για γεννήματα) ασυγκόμιστος, αμάζωχτος 3. (για χρήματα) εκείνος που δεν έχει εισπραχθεί αρχ. μσν. (για τιμωρημένους κληρικούς)… … Dictionary of Greek